- σταφυλητομία
- η, Αβλ. σταφυλοτομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφυλητομία — σταφυλητομίᾱ , σταφυλητομία excision of the uvula fem nom/voc/acc dual σταφυλητομίᾱ , σταφυλητομία excision of the uvula fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοτομία — η, ΝΜΑ, και σταφυλητομία Α χειρουργική αφαίρεση ή τομή τής σταφυλής νεοελλ. εγχείρηση εκτομής σταφυλώματος τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. staphylotomie (< σταφυλήν + τομία < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek